- χυτεύω
- Ν [χύτης](μεταλργ.-τεχνολ.) εγχέω τηγμένο υλικό σε καλούπι, κάνω χύτευση, χύνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χωνεύω — ΝΜΑ, και στον Ερωτόκρ. χωνεύγω Ν, και ασυναίρ. τ. χοανεύω Α [χοάνη/χώνη] 1. τήκω μέταλλο σε χοάνη ή σε κάμινο 2. (σχετικά με τροφές) πέπτω, ολοκληρώνω τη λειτουργία πέψης νεοελλ. 1. χώνω, ενσωματώνω κάτι μέσα σε κάτι άλλο 2. (αμτβ.) α) (για ξύλα… … Dictionary of Greek
χύνω — ΝΜΑ, και χύννω ΜΑ (σχετικά με υγρό) αφήνω να ρεύσει, να πέσει προς τα έξω ή προς τα κάτω νεοελλ. 1. (σχετικά με υλικά) αφήνω να πέσει, σκορπίζω («έχυσες το στάρι») 2. (σχετικά με μέταλλα) ρευστοποιώ, λειώνω, χυτεύω 3. (σχετικά με διάφορα… … Dictionary of Greek
χύτευση — η, Ν [χυτεύω] (μεταλργ. τεχνολ.) έγχυση τηγμένου μετάλλου ή πλαστικού υλικού σε τύπο, σε καλούπι, προκειμένου αυτό να προσλάβει, μετά την στερεοποίηση του, το αντίστοιχο σχήμα, αλλ. χύση (α. «χύτευση υπό πίεση» β. «συνεχής χύτευση») … Dictionary of Greek